- Ὕπατον
- Ὕπατοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὕπατον — ὕπατος highest masc acc sg ὕπατος highest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήστωρ — μήστωρ, ορος και ωρος, ὁ (Α) 1. (για τον Δία) αυτός που προνοεί, συμβουλεύει ή εποπτεύει («Ζῆν ὕπατον μήστωρ ούδ εἰ μάλα πολλὰ κάμοιτε», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για τον Πρίαμο) αυτός που διακρίνεται για τη φρόνησή του και για τις συνετές αποφάσεις του … Dictionary of Greek
Άονες — Αρχαία ελληνική φυλή που ζούσε στην περιοχή της Θήβας. Σύμφωνα με έναν μύθο, είχαν εισβάλει στη Βοιωτία μαζί με τους Τέμμικες, έχοντας ξεκινήσει από την περιοχή του Σουνίου. Σε άλλον μύθο αναφέρεται ότι εγκαταστάθηκαν στη Βοιωτία μαζί με τους… … Dictionary of Greek